αράδες

αράδες
(κειμένου)
les ratlles

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτοστοιχειοθεσία — Η στοιχειοθεσία (σύνθεση) κειμένου με τη βοήθεια κλαβιέ και η αποτύπωσή του πάνω σε φωτοευπαθές χαρτί ή φιλμ. Η φ. είναι νέα μέθοδος στοιχειοθεσίας που δημιουργήθηκε από μια ανάγκη: να εξυπηρετήσει τη γρήγορη εξάπλωση της λιθογραφίας. Τον… …   Dictionary of Greek

  • αραδωτός — ή, ό (για χαρτί) αυτός που έχει αράδες, ο ριγωτός …   Dictionary of Greek

  • αραδώνω — κάνω αράδες, ριγώνω …   Dictionary of Greek

  • στοίχιση — η, Ν [στοιχίζω] η τοποθέτηση σε στίχους, σε αράδες …   Dictionary of Greek

  • Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… …   Dictionary of Greek

  • συγκεκριμένη ποίηση — Εκτός από τη ζωγραφική η έννοια του «συγκεκριμένου» επηρέασε και τον ποιητικό λόγο και, γενικότερα, τη λογοτεχνία. Στην πρώτη χρονολογικά Ανθολογία συγκεκριμένης ποίησης (1983), που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ο ανθολόγος Κ. Γιαννουλόπουλος, ανάμεσα …   Dictionary of Greek

  • αράδα — η 1. γραμμή, σειρά: Τους έβαλαν στην αράδα. 2. σειρά ακολουθίας: Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας (παροιμ. φράση). 3. γραμμή, στίχος έντυπου: Τους υπαγόρεψαν κι έγραψαν δεκαπέντε αράδες κείμενο. 4. κοινωνική θέση: Να τον προσέξεις,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”